- δραμόντες
- τρέχωrunaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… … Dictionary of Greek
Τζαγκαρόλας — Επώνυμο ενετικής οικογένειας της Κρήτης, μέλη της οποίας εξελληνίστηκαν με την επωνυμία Ζαγκαρόλας, Τσαγκαρόλας ή Τ. Μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Φραγκίσκος Τ. εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά το 1669 και γράφτηκε στη… … Dictionary of Greek